- μάγιστρος
- Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες δυνάμεις και από τα τέλη του 4ου αι. ήταν υπεύθυνος της υπηρεσίας των αυτοκρατορικών ταχυδρομείων. Με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τις επόμενες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας, οι ευθύνες του μ. μεταβιβάστηκαν σταδιακά σε άλλες διοικητικές αρχές. Έτσι για παράδειγμα από τον 8o αι. την ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής και του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου ανέλαβε ο λογοθέτης του δρόμου. Στους χρόνους της Μακεδονικής δυναστείας διατηρήθηκε μόνο ως τιμητικός ο τίτλος του μ., ο οποίος σύμφωνα με το Κλητορολόγιο του Φιλόθεου ήταν τέταρτος σε σειρά σπουδαιότητας.
* * *ο (AM μάγιστρος και μάγιστερ, -ερος και μαγίστωρ, Μ και μαΐστωρ και μαΐοτορας)1. (στη Ρώμη) τίτλος ανώτατου δημόσιου υπαλλήλου·2. (στο Βυζάντιο) α) το ανώτατο αξίωμα τής πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, το οποίο συχνά συνδυαζόταν και με άλλο αξίωμα («μάγιστρος και λογοθέτης τού δρόμου»)β) φρ. i) «μάγιστρος τού κήνσου» — άρχοντας, θεματοφύλακας τών αρχέτυπων συμβολαίωνii) «μάγιστρος τών οφφικίων» — άρχοντας τών αυλικών στρατευμάτωνμσν.1. έμπειρος τεχνίτης, κυρίως οικοδόμος ή ξυλουργός2. (φρ. «μέγας μάγιστρος» ή «μέγας μα(γ)ίστωρ» ή «μέγας μαΐστορας» — ο διοικητής δυτικού μοναχικού τάγματος, κυρίως τών Ιωαννιτώνμσν.-αρχ.δάσκαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. magister, -tri «άρχων, επιστάτης, προστάτης». Ο τ. μαγίστωρ < λατ. magister κατά τα αρσ. σε -τωρ].
Dictionary of Greek. 2013.